- υποκειμενικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υποκείμενο, αυτός που προβάλλεται ως προσωπική αντίληψη, ανεξάρτητα αν αυτή συμφωνεί με την πραγματικότητα («η γνώμη σου είναι καθαρά υποκειμενική»)2. (κατ' επέκτ.) μεροληπτικός, μη αντικειμενικός3. (φιλοσ.) α) αυτός που δομείται από το υποκείμενο το οποίο ορίζεται ως σκεπτόμενο ον, ως ατομική συνείδηση, σε αντιδιαστολή προς το αντικειμενικόςβ) αυτός που ανήκει σε ένα μόνον υποκείμενο, αυτός που είναι ατομικός και επιδέχεται μεταβολή ανάλογα με την προσωπικότητα τού καθενός, με τις αρέσκειές του, τις προτιμήσεις του ή με τους προσανατολισμούς του, προσωπικόςγ) αυτός που ανήκει και συντελείται στην ανθρώπινη σκέψη και συνείδηση, ατομική ή συλλογική, και μόνον σε αυτήν, σε αντιδιαστολή με τον φυσικό κόσμο, με την εμπειρική φύση τών αντικειμένων στα οποία αποδίδεταιδ) φαινομενικός, μη πραγματικός, απατηλός («υποκειμενικές αισθήσεις»)ε) αυτός που αφορά το σκεπτόμενο υποκείμενο ή που ανήκει σε αυτό, ψυχικός, ψυχολογικός, ηθικόςστ) (στη σχολαστ. φιλοσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αντικείμενο, αυτός που έχει αντικειμενική, πραγματική ύπαρξη3. (ψυχολ.) α) αυτός που αφορά μόνον ένα συγκεκριμένο άτομο ή υποκείμενοβ) αυτός που δεν είναι αναγνωρίσιμος παρά σε ένα συγκεκριμένο άτομο4. φρ. «υποκειμενικό σύμπτωμα»ιατρ. σύμπτωμα το οποίο αισθάνεται ο ασθενής, αλλά δεν γίνεται αντιληπτό εξωτερικάβ) «υποκειμενικό σύνδρομο»ιατρ. σύμπλεγμα συμπτωμάτων που απαντούν όψιμα σε κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και θεωρούνται ως μεταδιασειστική εκδήλωση που δεν αντιστοιχεί σε οργανική βλάβη τού εγκεφάλου.επίρρ...υποκειμενικώς και υποκειμενικά Νκατά τρόπο υποκειμενικό («τά εξετάζει όλα υποκειμενικά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < υποκείμενο. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.